- προσραφή
- η, Νπρόσραμμα, μπάλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσράπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φέλιασμα — το, Ν [φελιάζω] 1. η ενέργεια τού φελιάζω, προσραφή ταινίας υφάσματος σε ένδυμα 2. πρόσθετη ταινία υφάσματος («θα σού ράψω φελιάσματα στο φόρεμα που κόντυνε») 3. μπόλιασμα, εγκεντρισμός … Dictionary of Greek